μπιστός

μπιστός
-ή, -ό
έμπιστος, αφοσιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔμ-πιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπιστικός — και πιστικός, ή, ό 1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”